υστεραλγία

υστεραλγία
η мед.
1) невралгия матки; 2) послеродовые боли

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "υστεραλγία" в других словарях:

  • ὑστεραλγία — ὑστεραλγίᾱ , ὑστεραλγία pains in the womb fem nom/voc/acc dual ὑστεραλγίᾱ , ὑστεραλγία pains in the womb fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υστεραλγία — η / ὑστεραλγία, ΝΜΑ [ὑστεραλγής] νευραλγία τής μήτρας νεοελλ. οι μετά την έξοδο τού εμβρύου πόνοι τής μήτρας …   Dictionary of Greek

  • υστεραλγία — η 1. νευραλγία της μήτρας, μητρόπονος. 2. οι πόνοι της μήτρας μετά την έξοδο του εμβρύου, οι υστερόπονοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -αλγία — Γλωσσ. β συνθετικό ουσιαστικών τόσο τής αρχαίας όσο και τής νεώτερης Ελληνικής ετυμολογικά το τέρμα αλγία συνδέεται με το ουσιαστικό άλγος, «πόνος», και δηλώνει κυρίως «πόνο, νοσηρή κατάσταση». Πρβλ. τα σύνθετα: γλωσσαλγία, γομφαλγία, καρδιαλγία …   Dictionary of Greek

  • υστερόπονοι — οι οι πόνοι της μήτρας μετά τον τοκετό, η υστεραλγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»